- κακονομώτατοι
- κακόνομοςwith bad lawsmasc nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόνομος — η, ο (Α κακόνομος, ον) αυτός που διοικείται με κακούς νόμους, κακοδιοίκητος, κακοκυβέρνητος («κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νόμος (< νόμος), πρβλ. αυτό νομος, χρυσό νομος] … Dictionary of Greek